- Σουνιαρατος
- ΣουνιάρατοςΣουνι-άρᾱτος2(ᾰρ) [ἀράομαι] чтимый на мысе Суний
(Ποσειδῶν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ποσειδῶν Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σουνιάρατος — ον, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Σουνιάρατος προσωνυμία τού Ποσειδώνος που λατρευόταν στο Σούνιο («ὦ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + άρατος (< ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι»), πρβλ. δημ άρατος] … Dictionary of Greek
Σουνιάρατον — Σουνιάρᾱτον , Σουνιάρατος worshipped at Sunium masc/fem acc sg Σουνιάρᾱτον , Σουνιάρατος worshipped at Sunium neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουνιέρακος — ὁ, Α (ως παρωδία τού σουνιάρατος) το γεράκι τού Σουνίου («ὦ Σουνιέρακε, χαῑρ ἄναξ Πελαργικέ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + ἱέραξ, ακος «γεράκι»] … Dictionary of Greek
Σουνιάρατε — Σουνιάρᾱτε , Σουνιάρατος worshipped at Sunium masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)